Το μεγαλύτερο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας αντιλαμβάνεται ως «πράσινη ανάπτυξη» την παραγωγή ενέργειας με εναλλακτικούς τρόπους «καθαρούς» με στόχο να καλυφθεί η ζήτηση όπως αυτή διαμορφώνεται στην υπερκαταναλωτική μας κοινωνία. Θα γίνω ίσως δυσάρεστη αλλά θα πρέπει να γνωρίζουμε όλοι ότι η πιο καθαρή ενέργεια τελικά είναι αυτή που δεν παράγεται και δεν ξοδεύεται. Η συνειδητοποίηση λοιπόν της παράλληλης αναγκαίας αλλαγής στο πρότυπο κατανάλωσης είναι εξίσου σημαντική, διαφορετικά όλο τον πλανήτη να γεμίσουμε ανεμογεννήτριες και φωτοβολταϊκά πάλι θα μιλάμε όπως αντιλαμβάνεσθε για μη βιώσιμα συστήματα.
Πιστεύω λοιπόν ότι ο βαθμός υιοθέτησης του όρου «πράσινη ανάπτυξη» από την ελληνική κοινωνία δεν είναι ικανοποιητικός και μάλιστα υποκρύπτει και πολλές «παρανοήσεις» τόσο ως προς τον όρο ανάπτυξη όσο και ως προς το τι νοούμε ως «πράσινη». Πράσινη λοιπόν ανάπτυξη είναι εκείνη που δεν μετράται μόνο με οικονομικά χαρακτηριστικά π.χ. ΑΕΠ αγνοώντας την κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση της ανάπτυξης. Είναι η ανάπτυξη που δεν δημιουργεί ανεργία και χαμηλόμισθους , κοινωνική αδικία , οικολογική καταστροφή περιοχών, κατασπατάληση πόρων , ενεργειακό αδιέξοδο. Είναι τελικά η ανάπτυξη εκείνη που παίρνει υπόψη της την φέρουσα ικανότητα μιας περιοχής, ενός τόπου , μιας χώρας του πλανήτη ολόκληρου και στοχεύει στην ευημερία του ανθρώπου και στην αρμονική του συνύπαρξη με την φύση. Για το σκοπό αυτό είναι αναγκαίο ένα άλλο κοινωνικό συμβόλαιο με διαφορετικές σχέσεις τόσο των ανθρώπων μεταξύ τους όσο και με την φύση.
Χρειάζονται λοιπόν μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες και πρωτοβουλίες προκειμένου ο πολίτης να αντιληφθεί οτι το σημερινό καταναλωτικό μοντέλο ανάπτυξης είναι παρελθόν και χρειάζεται η δική του καθημερινή συμβολή για τις μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα.
Είναι ανάγκη όλοι μας να αναλάβουμε αντίστοιχο μερίδιο ευθυνών τόσο η κυβέρνηση που έχει την μερίδα του λέοντος όσο και η κοινωνία των πολιτών.
Ο φιλόδοξος στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση του 20 - 20 - 20 και θεωρητικά έχει υιοθετήσει η Κυβέρνηση δηλαδή τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 20%, την αύξηση της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% και την αύξηση της συμμετοχής των ΑΠΕ στη συνολική παραγωγή ενέργειας στο 20%, μέχρι το 2020 , είναι πολύ δύσκολο στην χώρα μας να τηρηθεί.
Παράλληλα το σχετικό νομοσχέδιο αν και έχει σε μεγάλο βαθμό θετική κατεύθυνση ως προς τους στόχους για την προώθηση της ανανεώσιμης ενέργειας στη χώρα μας από την άλλη δε δίνει συνολική λύση στα προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξή της, ενώ δημιουργεί και νέα προβλήματα ακόμα και ως προς την προστασία του περιβάλλοντος. Πρέπει επιτέλους στην Ελλάδα να μιλήσουμε για το μοντέλο ανάπτυξης που θέλουμε και το κοινωνικό και περιβαλλοντικό ισοζύγιο που διαμορφώνεται.
Δεν έχουμε ακόμα στρατηγικό σχέδιο για την ενέργεια, δεν έχουν μελετηθεί ούτε τεχνολογικά, ούτε οικονομικά, οι επιπτώσεις από την απελευθέρωση της αγοράς και για τον πολίτη καταναλωτή και για τις επιχειρήσεις. Επίσης ο χαρακτήρας του μνημονίου με τους δανειστές μας δημιουργεί ένα ασφυκτικό περιβάλλον όπου επενδύσεις όπως αυτή του Αστακού προκρίνονται ως «πράσινες» ενώ σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνονται σε καμιά είδους «πράσινη ανάπτυξη», αλλά είναι μια βρώμικη ανάπτυξη υποταγμένη σε λογικές μεγέθυνσης χωρίς όρους και κριτήρια.
Είναι εύλογη συνεπώς η ανησυχία ως προς το κατά πόσο το Υπουργείο Περιβάλλοντος διαθέτει την αποφασιστικότητα, αλλά και τις δυνατότητες να εφαρμόσει μια προωθητική πολιτική για τις ΑΠΕ έστω και στο πλαίσιο των στόχων που η ίδια θέτει.
Η επίτευξη των στόχων θα εξαρτηθεί κατά κύριο λόγο από τη συνέπεια που θα δείξει η κυβέρνηση τόσο στην εφαρμογή του ανανεωμένου πλαισίου, όσο και στη διαμόρφωση του μεγάλου αριθμού κανονιστικών διατάξεων που απαιτούνται.
Στόχος όμως θα πρέπει να είναι η εξοικονόμηση ενέργειας και παράλληλα η ανάπτυξη μονάδων παραγωγής ΑΠΕ πάντα προσαρμοσμένες στις δυνατότητες και στην φέρουσα ικανότητα του κάθε τόπου. Οι επενδύσεις αυτές σε συνδυασμό με δράσεις σε εργασίες περιβαλλοντικού προσανατολισμού μπορούν να οδηγήσουν σε περιφερειακά τοπικά οικονομικά μοντέλα. Μοντέλα που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας με βάση παραδοσιακές απασχολήσεις αλλά και νέα επαγγέλματα που θα προκύπτουν από τις οικολογικές και τεχνολογικές καινοτομίες βάζοντας τις βάσεις για μια οικολογική αλληλέγγυα συμμετοχική παραγωγή .
Ιωάννα Κοντούλη
μέλος της Εκτ. Γραμματείας των ΟΙΚΟΛΟΓΩΝ ΠΡΑΣΙΝΩΝ